κυνοπίθηκος

κυνοπίθηκος
ο
ζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynopithecus < cyn(o)- (< κυν(ο)-*) + -pithecus (< πίθηκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ.Γ.Σχινά και Ι.Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”